- αρχαϊσμός
- ομίμηση των αρχαίων τρόπων, ειδικότερα της αρχαίας γλώσσας: Ο αρχαϊσμός σήμερα δεν έχει πια πέραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρχαισμός — old world charm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… … Dictionary of Greek
ἀρχαισμοῦ — ἀρχαισμός old world charm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαισμῷ — ἀρχαισμός old world charm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαισμόν — ἀρχαισμός old world charm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcaísmo — (Del gr. arkhaismos.) ► sustantivo masculino 1 LINGÜÍSTICA Expresión o construcción anticuada: ■ el personaje utilizaba frecuentes arcaísmos. 2 LINGÜÍSTICA Empleo de palabras y expresiones arcaicas o anticuadas. 3 Imitación de lo antiguo. 4… … Enciclopedia Universal
FAXO — Comica locuio: a Virg. Heroicae Poesi illata, Aen. l. 9. v. 154. Haud sibi cum Danais rem faxo, aut pube Pelasgâ Esse putet, decimum quos distulit Hector in annum. Et eius imitatione a Val. Flacco Argon. l. 7. v. 177. iam soedera faxo Aesonii… … Hofmann J. Lexicon universale
αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] … Dictionary of Greek
ατεράμων — ἀτεράμων, ον (Α) 1. τραχύς, σκληρός 2. (για όσπρια) κακόβραστος, δυσκολόβραστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αττικός αρχαϊσμός, παράλληλος σημασιολογικά προς το ατέραμνος *] … Dictionary of Greek
δασκαλισμός — ο 1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο 2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek